κοπροφόρος

κοπροφόρος
κοπρο-φόρος, ον,
A carrying dung, Poll.7.134;

ὄνος Id.1.226

; κόφινος κ. dung-basket, X.Mem.3.8.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοπροφόρος — κοπροφόρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρει κοπριά ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται η κοπριά («κόφινος κοπροφόρος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + φόρος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • κοπροφόρος — carrying dung masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπροφόρα — κοπροφόρος carrying dung neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπροφόροι — κοπροφόρος carrying dung masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπροφόρῳ — κοπροφόρος carrying dung masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπροφορά — κοπροφορά, ἡ (Α) επιγρ. φορτίο με κοπριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπροφόρος] …   Dictionary of Greek

  • κοπροφορώ — κοπροφορῶ, έω (Α) [κοπροφόρος] σκεπάζω ή λερώνω, πασσαλείφω κάποιον με κοπριά, με ακαθαρσίες («κοπροφορήσω σ εἰ λαλήσεις», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”